εφόσον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφόσον < ελληνιστική κοινή, ἐφ' ὅσον

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

εφόσον

  1. με την προϋπόθεση ότι, επειδή, αφού
    εφόσον θέλεις να το κάνεις, θα το κάνεις
  2. όταν
    εφόσον έχει καλό καιρό, θα πάμε βόλτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]