εφόσον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφόσον < ελληνιστική κοινή, ἐφ' ὅσον
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
εφόσον
- με την προϋπόθεση ότι, επειδή, αφού
- εφόσον θέλεις να το κάνεις, θα το κάνεις
- όταν
- εφόσον έχει καλό καιρό, θα πάμε βόλτα