ζυμοδκιαρτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζυμοδκιαρτίζω < ζύμ(η) + -ο- + δκιαρτίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ζυμοδκιαρτίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής, Μικρός ερμηνευτικός και ετυμολογικός θησαυρός της κυπριακής διαλέκτου (από το δέκατο τρίτο αιώνα μέχρι σήμερα) (Λευκωσία: Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών [αρ. 58], 1997, ISBN 9789963555390), σ.104.
  • π. Κυπριακαί Σπουδαί [επιστημονική επετηρίδα της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών] 12 (1948), σ. 50.