ηδονοθηρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηδονοθηρικά < ηδονοθηρικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ηδονοθηρικά
- με ηδονοθηρικό τρόπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ηδονοθήρας, ηδονή και θήρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηδονοθηρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ηδονοθηρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ηδονοθηρικός