θεοσκότεινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεοσκότεινα < θεοσκότεινος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]θεοσκότεινα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κατασκότεινα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεοσκότεινα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]θεοσκότεινα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θεοσκότεινος