θεοφορικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεοφορικό < αγγλική theophoric / θεός + φέρω
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
θεοφορικό
- αιτιατική ενικού του θεοφορικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θεοφορικός
- λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την προέλευση ονομάτων, όταν αυτά προέρχονται από όνομα κάποιου θεού
- ※ όπου τονίζει ότι κανένα θεοφορικό που σχηματίζεται από το Ίσις (Αρχαιολογικόν δελτίον, τόμος 49, μέρος1 - τόμος 50, μέρος 1, Τυπογραφείον «Εστία», 1998, σελ. 57)
- ※ Πρόκειται για ένα θεοφορικό όνομα ... με βάση το όνομα .... του λυκικού Απόλλωνα (Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την Υστερη Αρχαιότητα, Κέντρο ελληνικής γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2001, σελ. 668)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεοφορικό