θεοφορικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοφορικό < αγγλική theophoric / θεός + φέρω

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

θεοφορικό

  1. αιτιατική ενικού του θεοφορικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θεοφορικός
  3. λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την προέλευση ονομάτων, όταν αυτά προέρχονται από όνομα κάποιου θεού
    ※  όπου τονίζει ότι κανένα θεοφορικό που σχηματίζεται από το Ίσις (Αρχαιολογικόν δελτίον, τόμος 49, μέρος1 - τόμος 50, μέρος 1, Τυπογραφείον «Εστία», 1998, σελ. 57)
    ※  Πρόκειται για ένα θεοφορικό όνομα ... με βάση το όνομα .... του λυκικού Απόλλωνα (Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την Υστερη Αρχαιότητα, Κέντρο ελληνικής γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2001, σελ. 668)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]