θυροκολλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυροκολλώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
θυροκολλώ , πρτ.: θυροκόλλησα, στ.μέλλ.: θα θυροκολλήσω, αόρ.: θυροκόλλησα, παθ.φωνή: θυροκολλώμαι, μτχ.π.π.: θυροκολλημένος
- (νομικός όρος) με οποιονδήποτε τρόπο κολλάω ή καρφιτσώνω στην είσοδο ενός οικήματος επίσημο έγγραφο το οποίο έχει σαν αποδέκτη κάποιον από τους κατοίκους του οικήματος, ώστε να ενημερωθεί για το περιεχόμενο του εγγράφου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυροκολλώ
|