ιδιαζόντως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδιαζόντως < ελληνιστική κοινή ἰδιαζόντως < αρχαία ελληνική ἰδιάζων
Επίρρημα
[επεξεργασία]ιδιαζόντως
- (λόγιο) με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά ή σε πολύ μεγάλο βαθμό
- ⮡ έγκλημα ιδιαζόντως ειδεχθές
- ※ Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και ένα μάλλον θεαματικό ελληνικό περιστατικό στον πόλεμο κατά του καπνού: ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, δραγουμάνος του σουλτάνου και μετέπειτα ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, κυκλοφόρησε ανώνυμα στα τέλη του 17ου αιώνα έναν λίβελλο κατά του καπνού, τον «Ψόγο Νικοτιανής», σε ένα ιδιαζόντως επιθετικό ύφος. (Εφημερίδα των Συντακτών, 05.01.2020)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιδιαζόντως
|