ισοβαρές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ισοβαρές ουδέτερο

  • (χημεία) άτομο με ίσο μαζικό αριθμό/αριθμό νουκλεονίων μα (σχεδόν πάντα) διαφορετική σύσταση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ισοβαρές