ιχνηλατούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.xni.laˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐χνη‐λα‐τού‐μαι
- ομόηχο: ιχνηλατούμε
Ρήμα[επεξεργασία]
ιχνηλατούμαι, π.αόρ.: ιχνηλατήθηκα, μτχ.π.π.: ιχνηλατημένος, (ενεργ.: ιχνηλατώ)
- παθητική φωνή του ρήματος ιχνηλατώ