καθοικάκια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.θiˈka.ca/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]καθοικάκια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παιδάκι