καλούτσικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλούτσικα < καλούτσικος

Επίρρημα[επεξεργασία]

καλούτσικα

  1. σχεδόν καλά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

καλούτσικα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλούτσικος