καλωδιακοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.lo.ði.aˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λω‐δι‐α‐κοί
- ομόηχο: καλωδιακή
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καλωδιακοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του καλωδιακός