καμεραμάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμεραμάν < (λόγιο δάνειο) αγγλική cameraman (προφορά ˈkæmrəmæn) με μετακίνηση τόνου σαν να ήταν λέξη γαλλική, ώστε να μην παραβιάζεται ο νόμος της τρισυλλαβίας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.me.ɾaˈman/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐με‐ρα‐μάν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καμεραμάν αρσενικό άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

→ δείτε και Συζήτηση:καμεραμάν για στατιστικά στοιχεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  1. «κάμερα-μαν» και σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)