καπνισμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.pniˈzme.ni/
- Ομώνυμα / Ομόηχα: καπνισμένοι
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
καπνισμένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του καπνισμένος