καραφλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καραφλιάζω < από το επίθετο καραφλός
Ρήμα[επεξεργασία]
καραφλιάζω
- αποκτώ φαλάκρα
- Πάχυνε, καράφλιασε, έγινε αγνώριστος.
- (αργκό) εκπλήσσομαι από κάτι που θεωρώ παράλογο, ασυνάρτητο, εξωφρενικό.
- Καράφλιασα, σου λέω. Με τρέλανε στο μπαλαμούτι.
- (αργκό) προκαλώ σε κάποιον έκπληξη με κάτι παράλογο κλπ.
- Τι ήταν αυτό που είπες! Μας καράφλιασες.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καράφλιασα!