καρδιοχτυπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρδιοχτυπώ < καρδιοχτύπι + -ώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaɾ.ðʝo.xtiˈpo/
Ρήμα
[επεξεργασία]καρδιοχτυπώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις καρδιοχτύπι, καρδιά και χτύπος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καρδιοχτυπάω - καρδιοχτυπώ | καρδιοχτυπούσα - καρδιοχτύπαγα | θα καρδιοχτυπάω - καρδιοχτυπώ | να καρδιοχτυπάω - καρδιοχτυπώ | καρδιοχτυπώντας | |
β' ενικ. | καρδιοχτυπάς | καρδιοχτυπούσες - καρδιοχτύπαγες | θα καρδιοχτυπάς | να καρδιοχτυπάς | καρδιοχτύπα - καρδιοχτύπαγε | |
γ' ενικ. | καρδιοχτυπάει - καρδιοχτυπά | καρδιοχτυπούσε - καρδιοχτύπαγε | θα καρδιοχτυπάει - καρδιοχτυπά | να καρδιοχτυπάει - καρδιοχτυπά | ||
α' πληθ. | καρδιοχτυπάμε - καρδιοχτυπούμε | καρδιοχτυπούσαμε - καρδιοχτυπάγαμε | θα καρδιοχτυπάμε - καρδιοχτυπούμε | να καρδιοχτυπάμε - καρδιοχτυπούμε | ||
β' πληθ. | καρδιοχτυπάτε | καρδιοχτυπούσατε - καρδιοχτυπάγατε | θα καρδιοχτυπάτε | να καρδιοχτυπάτε | καρδιοχτυπάτε | |
γ' πληθ. | καρδιοχτυπάν(ε) - καρδιοχτυπούν(ε) | καρδιοχτυπούσαν(ε) - καρδιοχτύπαγαν - καρδιοχτυπάγανε | θα καρδιοχτυπάν(ε) - καρδιοχτυπούν(ε) | να καρδιοχτυπάν(ε) - καρδιοχτυπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καρδιοχτύπησα | θα καρδιοχτυπήσω | να καρδιοχτυπήσω | καρδιοχτυπήσει | ||
β' ενικ. | καρδιοχτύπησες | θα καρδιοχτυπήσεις | να καρδιοχτυπήσεις | καρδιοχτύπα - καρδιοχτύπησε | ||
γ' ενικ. | καρδιοχτύπησε | θα καρδιοχτυπήσει | να καρδιοχτυπήσει | |||
α' πληθ. | καρδιοχτυπήσαμε | θα καρδιοχτυπήσουμε | να καρδιοχτυπήσουμε | |||
β' πληθ. | καρδιοχτυπήσατε | θα καρδιοχτυπήσετε | να καρδιοχτυπήσετε | καρδιοχτυπήστε | ||
γ' πληθ. | καρδιοχτύπησαν καρδιοχτυπήσαν(ε) |
θα καρδιοχτυπήσουν(ε) | να καρδιοχτυπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καρδιοχτυπήσει | είχα καρδιοχτυπήσει | θα έχω καρδιοχτυπήσει | να έχω καρδιοχτυπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καρδιοχτυπήσει | είχες καρδιοχτυπήσει | θα έχεις καρδιοχτυπήσει | να έχεις καρδιοχτυπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καρδιοχτυπήσει | είχε καρδιοχτυπήσει | θα έχει καρδιοχτυπήσει | να έχει καρδιοχτυπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καρδιοχτυπήσει | είχαμε καρδιοχτυπήσει | θα έχουμε καρδιοχτυπήσει | να έχουμε καρδιοχτυπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καρδιοχτυπήσει | είχατε καρδιοχτυπήσει | θα έχετε καρδιοχτυπήσει | να έχετε καρδιοχτυπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καρδιοχτυπήσει | είχαν καρδιοχτυπήσει | θα έχουν καρδιοχτυπήσει | να έχουν καρδιοχτυπήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρδιοχτυπώ
|