κατάφωρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]κατάφωρα
- με κατάφωρο τρόπο, με ολοφάνερα κατακριτέο ή αξιόποινο τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατάφωρα