αξιόποινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιόποινος < αξιό- + ποιν(ή) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική digne de punition. Διαφορετική η ελληνιστική λέξη ἀξιόποινος (που τιμωρεί δίκαια) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ksiˈo.pi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ό‐ποι‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
αξιόποινος, -η, -ο
- που αξίζει και πρέπει να τιμωρηθεί με ποινή (συνήθως για παραβίαση ποινικού νόμου)
- ↪ αξιόποινη πράξη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ποινή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ αξιόποινος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αξιό- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)