κατασυγκινώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατασυγκινώ < κατά + συγκινώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κατασυγκινώ (παθητική φωνή: κατασυγκινούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]