καταφοβισμένου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
καταφοβισμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του καταφοβισμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του καταφοβισμένος