κατερειπώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατερειπώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατερειπ(ῶ) + -ώνω[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.te.ɾiˈpo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τε‐ρει‐πώ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
κατερειπώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατερειπώνω | κατερείπωνα | θα κατερειπώνω | να κατερειπώνω | κατερειπώνοντας | |
β' ενικ. | κατερειπώνεις | κατερείπωνες | θα κατερειπώνεις | να κατερειπώνεις | κατερείπωνε | |
γ' ενικ. | κατερειπώνει | κατερείπωνε | θα κατερειπώνει | να κατερειπώνει | ||
α' πληθ. | κατερειπώνουμε | κατερειπώναμε | θα κατερειπώνουμε | να κατερειπώνουμε | ||
β' πληθ. | κατερειπώνετε | κατερειπώνατε | θα κατερειπώνετε | να κατερειπώνετε | κατερειπώνετε | |
γ' πληθ. | κατερειπώνουν(ε) | κατερείπωναν κατερειπώναν(ε) |
θα κατερειπώνουν(ε) | να κατερειπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατερείπωσα | θα κατερειπώσω | να κατερειπώσω | κατερειπώσει | ||
β' ενικ. | κατερείπωσες | θα κατερειπώσεις | να κατερειπώσεις | κατερείπωσε | ||
γ' ενικ. | κατερείπωσε | θα κατερειπώσει | να κατερειπώσει | |||
α' πληθ. | κατερειπώσαμε | θα κατερειπώσουμε | να κατερειπώσουμε | |||
β' πληθ. | κατερειπώσατε | θα κατερειπώσετε | να κατερειπώσετε | κατερειπώστε | ||
γ' πληθ. | κατερείπωσαν κατερειπώσαν(ε) |
θα κατερειπώσουν(ε) | να κατερειπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατερειπώσει | είχα κατερειπώσει | θα έχω κατερειπώσει | να έχω κατερειπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατερειπώσει | είχες κατερειπώσει | θα έχεις κατερειπώσει | να έχεις κατερειπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατερειπώσει | είχε κατερειπώσει | θα έχει κατερειπώσει | να έχει κατερειπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατερειπώσει | είχαμε κατερειπώσει | θα έχουμε κατερειπώσει | να έχουμε κατερειπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατερειπώσει | είχατε κατερειπώσει | θα έχετε κατερειπώσει | να έχετε κατερειπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατερειπώσει | είχαν κατερειπώσει | θα έχουν κατερειπώσει | να έχουν κατερειπώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατερειπώνω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κατερειπώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνω (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)