κατορθωμάκιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατορθωμάκιν < κατόρθωμ(αν) + υποκοριστικό επίθημα -άκιν. Ανώμαλος σχηματισμός από μετρική ανάγκη, αντί για κατορθωματ- + -άκιν (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατορθωμάκιν ουδέτερο