κατορθωμάκιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατορθωμάκιν < κατόρθωμ(αν) + υποκοριστικό επίθημα -άκιν. Ανώμαλος σχηματισμός από μετρική ανάγκη, αντί για κατορθωματ- + -άκιν • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατορθωμάκιν ουδέτερο
- μικρό κατόρθωμα
- ※ μικρό κατορθωμάκιν (Παρασπόνδυλος Ζωτικός, έμμετρη Διήγησις...ᾧ γέγονε γὰρ ἐν τόπῳ Bάρνας, post 1444)
Πηγές[επεξεργασία]
- κατορθωμάκιν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].