κινόα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινόα < (άμεσο δάνειο) ισπανική quinua < κέτσουα kinwa
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κινόα θηλυκό ή σπανιότερα ουδέτερο άκλιτο
- (τρόφιμο) κόκκινοι ή λευκοί φαγώσιμοι σπόροι απ' την λατινική Αμερική (κοινότατοι) ή από την Ταϊβάν (σπανιότατοι) που συνήθως τους βράζουμε 12-15 λεπτά αλλά ακολουθούμε συνταγή (π.χ. αντί ρυζιού σε γεμιστά κ.α.)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κινόα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα κέτσουα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)