κιτς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιτς < (λόγιο δάνειο) γερμανική Kitsch

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιτς ουδέτερο άκλιτο

  1. λέγεται για τη κακόγουστη χρήση τελείως ετερόκλητων στοιχείων
  2. άκρως εντυπωσιακός, φανταχτερός και χωρίς σεβασμό στην απλότητα

Επίθετο[επεξεργασία]

κιτς άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]