κιτς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιτς < (λόγιο δάνειο) γερμανική Kitsch
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιτς ουδέτερο άκλιτο
- λέγεται για τη κακόγουστη χρήση τελείως ετερόκλητων στοιχείων
- άκρως εντυπωσιακός, φανταχτερός και χωρίς σεβασμό στην απλότητα
Επίθετο[επεξεργασία]
κιτς άκλιτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κιτς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)