κλείνουρ ένι τουρ εψού μι
Εμφάνιση
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]κλείνουρ ένι τουρ εψού μι
- (μεταφορικά) κλείνω τα μάτια, προσποιούμαι ότι δεν βλέπω, δεν καταλαβαίνω
Πηγές
[επεξεργασία]- κλείνω - σελ.80.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens