κλιμακώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κλιμακώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλιμακώνω
- θα κλιμακώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλιμακώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κλιμακώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κλιμάκωση