κοπροσκυλάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπροσκυλάω < κοπρόσκυλ(ο) + -άω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.pɾo.sciˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐προ‐σκυ‐λά‐β
Ρήμα[επεξεργασία]
κοπροσκυλάω, πρτ.: κοπροσκύλαγα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση[επεξεργασία]
Μόνο σε ενεστώτα και παρατατικό. Δεν συνηθίζεται η κλίση σε -ώ.[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοπροσκυλάω
|
[επεξεργασία]
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).