κουδουναραίο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ku.ðu.naˈɾe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐δου‐να‐ραί‐ο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κουδουναραίο αρσενικό