κουδουναραίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουδουναραίος < κουδουνάρ(α) + -αίος ή κουδούν(α) + -αραίος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.ðu.naˈɾe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐δου‐να‐ραί‐ος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουδουναραίος αρσενικό, συνήθως στον πληθυντικό κουδουναραίοι [1] [2]
- (λαογραφία) συνώνυμο του κουδουνάτος: κουδουνοφόρος μασκαράς
- ※ Οποιοσδήποτε μπορεί να συμμετάσχει στο ανθρώπινο κοπάδι, φτάνει να είναι ντυμένος βουκολικά και να έχει πάνω του κρεμασμένα τροκάνια. […] Στο τέλος θα γίνει κλήρωση και ο τυχερός κουδουναραίος θα κερδίσει το συλλεκτικό τροκόνι των κουδουναραίων
- Έθιμα Αποκριάς. Κουδουναραίοι, εφημερίδα Λακωνικά Νέα, @lakonikanea.gr, 2015
- ※ Οποιοσδήποτε μπορεί να συμμετάσχει στο ανθρώπινο κοπάδι, φτάνει να είναι ντυμένος βουκολικά και να έχει πάνω του κρεμασμένα τροκάνια. […] Στο τέλος θα γίνει κλήρωση και ο τυχερός κουδουναραίος θα κερδίσει το συλλεκτικό τροκόνι των κουδουναραίων
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- παλιά πολυτονική γραφή:: κουδουναραῖος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μασκαράς με κουδούνια
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «κουδουναραῖοι» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ «κουδουνάτος (& κουδουναραίος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αίος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αραίος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)