κουρσάρικων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κουρσάρικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κουρσάρικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κουρσάρικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κουρσάρικος