κοφτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοφτά < κοφτός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈfta/

Επίρρημα[επεξεργασία]

κοφτά

  • απότομα και χωρίς περιθώριο για αντιρρήσεις
τους μίλησε ορθά κοφτά και δε σήκωνε αντιρρήσεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κοφτά