κρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

κρίζω

  1. τρίζω
  2. (προς πρόσωπο) σκούζω, στριγκλίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]