κριγμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κριγμός | οι | κριγμοί |
γενική | του | κριγμού | των | κριγμών |
αιτιατική | τον | κριγμό | τους | κριγμούς |
κλητική | κριγμέ | κριγμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κριγμός < αρχαία ελληνική κριγμός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɾiɣˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κριγ‐μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κριγμός αρσενικό
- (ιατρική) ζωηρός ήχος ο οποίος επαναλαμβάνεται σε αναπνευστικά προβλήματα, φλεγμονές τενόντων ή κατάγματα, ο οποίος έχει τη μορφή τριξίματος, σκασίματος ή κρότου
- ※ Οι μέχρι σήμερα γνώσεις μας για το γνωστό «κρακ» που ακούγεται από τον αυχένα όταν ασκείται πίεση στις αρθρώσεις του βεβαιώνουν την απουσία λόγου ανησυχίας. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις που καθιστούν τον κριγμό, δηλαδή τον έντονο ξηρό και επαναλαμβανόμενο ήχο από την άρθρωση, ως ένδειξη ενός μεγαλύτερου προβλήματος που χρήζει διερεύνησης.
- Αυχένας: Είναι ο ενδαρθρικός κριγμός επικίνδυνος;, onmed.gr, 22 Μαρτίου 2019
- ※ Οι μέχρι σήμερα γνώσεις μας για το γνωστό «κρακ» που ακούγεται από τον αυχένα όταν ασκείται πίεση στις αρθρώσεις του βεβαιώνουν την απουσία λόγου ανησυχίας. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις που καθιστούν τον κριγμό, δηλαδή τον έντονο ξηρό και επαναλαμβανόμενο ήχο από την άρθρωση, ως ένδειξη ενός μεγαλύτερου προβλήματος που χρήζει διερεύνησης.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κριγμός | οἱ | κριγμοί |
γενική | τοῦ | κριγμοῦ | τῶν | κριγμῶν |
δοτική | τῷ | κριγμῷ | τοῖς | κριγμοῖς |
αιτιατική | τὸν | κριγμόν | τοὺς | κριγμούς |
κλητική ὦ! | κριγμέ | κριγμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κριγμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κριγμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κριγμός αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κριγμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)