κόττα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κόττα, κότα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόττα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cotta

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόττα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]