λαλητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαλητό ουδέτερο
- η ομιλία, οι φωνές, οι κραυγές
- η Ασήμω, και τήραγε στα μακριά το κάτω χωριό, το χριστιανικό, κι άκουγε τα λαλητά που γεμίζουν τον αέρα σε κάθε χωριού γειτονιά (Αργύρης Εφταλιώτης, Η μαζώχτρα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
λαλητό