λαμπρῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαμπρῶς < λαμπρ(ός) + -ῶς

Επίρρημα[επεξεργασία]

λαμπρῶς, συγκριτικός:λαμπρότερον, υπερθετικός: λαμπρότατα

  1. φανερά, ξεκάθαρα, με καταφανή τρόπο
  2. ορμητικά
  3. μεγαλοπρεπώς

Πηγές[επεξεργασία]