λατικόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λατικόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική latex + -ικόν, ουδέτερο του -ικός < λατινική latex → και δείτε τη λέξη λατέξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λατικόν ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]