λευχειμονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λευχειμονώ < αρχαία ελληνική λευχειμονέω / λευχειμονῶ < λευχείμων
Ρήμα[επεξεργασία]
λευχειμονώ
- (αρχαιοπρεπές) είμαι ντυμένος στα λευκά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λευχειμονώ
|