λοξά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]λοξά < λοξός
Επίρρημα
[επεξεργασία]λοξά
- με λοξό τρόπο, πλάγια
- ※ Στη θαλασσιά τόκα της ήτανε μπηγμένη μια αιγκρέτα, όχι όρθια, λοξά, στο πλάι. (Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, 1962)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]λοξά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λοξό