λοξός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λοξός η λοξή το λοξό
      γενική του λοξού της λοξής του λοξού
    αιτιατική τον λοξό τη λοξή το λοξό
     κλητική λοξέ λοξή λοξό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λοξοί οι λοξές τα λοξά
      γενική των λοξών των λοξών των λοξών
    αιτιατική τους λοξούς τις λοξές τα λοξά
     κλητική λοξοί λοξές λοξά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοξός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λοξός. Και (ουσιαστικοποιημένο).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /loˈksos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐ξός

Επίθετο[επεξεργασία]

λοξός, -ή, -ό

  1. ο μη ευθύς
     αντώνυμα: ευθύς, ίσιος
  2. (μεταφορικά) αυτός που έχει ιδιόρρυθμη συμπεριφορά, ανισόρροπος, παλαβός

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
λοξ- 

Δε σχετίζεται ο λόξιγγας.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λοξός οι λοξοί
      γενική του λοξού των λοξών
    αιτιατική τον λοξό τους λοξούς
     κλητική λοξέ λοξοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λοξός

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λοξός λοξή τὸ λοξόν
      γενική τοῦ λοξοῦ τῆς λοξῆς τοῦ λοξοῦ
      δοτική τῷ λοξ τῇ λοξ τῷ λοξ
    αιτιατική τὸν λοξόν τὴν λοξήν τὸ λοξόν
     κλητική ! λοξέ λοξή λοξόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λοξοί αἱ λοξαί τὰ λοξᾰ́
      γενική τῶν λοξῶν τῶν λοξῶν τῶν λοξῶν
      δοτική τοῖς λοξοῖς ταῖς λοξαῖς τοῖς λοξοῖς
    αιτιατική τοὺς λοξούς τὰς λοξᾱ́ς τὰ λοξᾰ́
     κλητική ! λοξοί λοξαί λοξᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λοξώ τὼ λοξᾱ́ τὼ λοξώ
      γεν-δοτ τοῖν λοξοῖν τοῖν λοξαῖν τοῖν λοξοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοξός, ήδη τον 7ο αιώνα < *λοκ-σος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

λοξός, -ή, -όν

  1. πλάγιος, στρεβλός
     αντώνυμα: εὐθύς
  2. (μεταφορικά) μνησίκακος, ύπουλος
  3. αμφίβολος, διλημματικός

Παράγωγα[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]