crooked

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

crooked (en)

  1. λοξός (όχι ίσιος ή τοποθετημένος στραβά)
  2. ανέντιμος ή παράνομος

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

crooked (en)