ανισόρροπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανισόρροπος < αρχαία ελληνική ἀνισόρροπος (3. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déséquilibré)
Επίθετο
[επεξεργασία]ανισόρροπος, -η, -ο
- (σπάνιο) (κυριολεκτικά) που δεν έχει ισορροπία, που δεν ισορροπεί
- ανισομερής, μη ισόρροπος
- (οικείο) φρενοβλαβής, παλαβός, τρελός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανισόρροπα
- ανισορροπία
- → δείτε τις λέξεις ισόρροπος, ίσος και ροπή