μένω πετσί και κόκαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
μένω πετσί και κόκαλο
- μένω πετσί και κόκαλο, αδυνατίζω πολύ
- ↪ μετά από τόση δίαιτα, έμεινα πετσί και κόκαλο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μένω πετσί και κόκαλο
|