πετσί και κόκαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
πετσί και κόκαλο
- πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος, χωρίς καθόλου κρέας πάνω του, τόσο που διαγράφονται τα κόκαλα κάτω από το δέρμα του
- → δείτε και τη λέξη μένω πετσί και κόκαλο