μαγεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος μαγεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
μαγεύομαι, πρτ.: μαγευόμουν, στ.μέλλ.: θα μαγευτώ, αόρ.: μαγεύτηκα, μτχ.π.π.: μαγεμένος
- ενθουσιάζομαι, γοητεύομαι από την ομορφιά ή άλλα χαρίσματα ενός ανθρώπου, φυσικού στοιχείου κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγεύομαι
|