μαθηματική
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.θi.ma.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐θη‐μα‐τι‐κή
- ομόηχο: μαθηματικοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μαθηματική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μαθηματικός