μανσόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Γυναίκα με τα χέρια της σε μανσόν, περίπου 1915

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανσόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική manchon < manche + -on (μανίκι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανσόν ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]