μεσημβρινά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσημβρινά < μεσημβρινός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεσημβρινά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσημβρινά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μεσημβρινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεσημβρινός