μεσοξετρουμισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσοξετρουμισμένος < μεσο- (μισός) + ξετρουμισμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξετρουμίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

μεσοξετρουμισμένος (μετοχή χωρίς ρήμα)

Πηγές[επεξεργασία]