μεσουσών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσουσών < γενική πτώση πληθυντικού αριθμού θηλυκού γένους μεσοῦσα της συνηρημένης αρχαίας μετοχής μεσῶν (ρήμα μεσόω). Στα νέα ελληνικά επέζησαν εκφράσεις με τη γενική απόλυτο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.sunˈson/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σου‐σών

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

μεσουσών

  • (λόγιο) (+ γενική πληθυντικού θηλυκού ουσιαστικού, συχνά αρχαιοπρεπούς) όντας στη μέση μιας διαδικασίας ή χρονικής περιόδου
    μεσουσών των θερινών διακοπών προκηρύχτηκαν ξαφνικά εκλογές
    μεσουσών των εορτών, των διαδικασιών, των διεργασιών, των συνεδριάσεων, των διαπραγματεύσεων, των συνομιλιών, των επεμβάσεων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • μεσούντων (γενική πληθυντικού αρσενικού και ουδετέρου)